Χάρωνα

Χάρωνα
Χάρων
the eagle
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χάρωνα — χάρων the eagle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροπομπός — ό (Α νεκροπομπός, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νεκροπομπός α) αυτός που συνοδεύει, που μεταφέρει τους νεκρούς για ταφή β) επαγγελματίας εργολάβος κηδειών αρχ. (για τον Ερμή και τον Χάρωνα) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη, ψυχοπομπός.… …   Dictionary of Greek

  • νεκροπορθμεύς — νεκροπορθμεύς, έως, ὁ (Μ) (για τον Χάρωνα) αυτός που περνά τους νεκρούς στον Άδη με το πλοίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πορθμεύς] …   Dictionary of Greek

  • νεκροστολώ — νεκροστολῶ, έω (Α) [νεκροστόλος] (για τον Χάρωνα) διαπορθμεύω, μεταφέρω τους νεκρούς με το πορθμείο στον Άδη …   Dictionary of Greek

  • νεκυοστόλος — νεκυοστόλος, ον (Α) 1. (για τον Χάρωνα) αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς διά μέσου τής Στυγός 2. (για φέρετρο) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται ο νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + στόλος (< στέλλω), πρβλ. νεκρο στόλος, ψυχο στόλος] …   Dictionary of Greek

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • πορθμέας — ο / πορθμεύς, έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων με πορθμείο στην απέναντι όχθη ή ακτή αρχ. 1. (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών νεκρών 2. ναύτης επιβατηγού πλοίου 3.… …   Dictionary of Greek

  • συνδιάκτορος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • χαρώνιος — α, ο / χαρώνιος, ον, ΝΜΑ, και χαρώνειος, ον, ΜΑ, και τ. πληθ. ουδ. χαρωνήϊα Α [Χάρων, ωνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χάρωνα, τον πορθμέα τού Άδη αρχ. φρ. 1. «χαρώνειος θύρα» ή, απλώς, «τὸ χαρώνειον» πόρτα μέσω τής οποίας κατέβαιναν οι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”